Σάββατο 20 Φεβρουαρίου 2010

XVI 145. ΑΓΝΩΣΤΟΥ


Aimé Jules Dalou-Bacchus and Ariadne

Οὐ βροτὸς ὁ γλύπτης· οἵαν
δὲ σὲ Βάκχος ἐραστὰς εἶδεν
ὑπὲρ πέτρας ἔξεσε κεκλιμέναν.

(Σε άγαλμα της Αριάδνης)

Αθάνατος ο γλύπτης σου - όπως σε είδε ο Βάκχος
σε σκάλισε να σε γλεντά επάνω του ένας βράχος...

XVI 168. ΑΓΝΩΣΤΟΥ


Venus of Knidos

Γυμνὴν εἶδε Πάρις μέ, καὶ Ἀγχίσης, καὶ Ἄδωνις.
τοὺς τρεῖς οἶδα μόνους. Πραξιτέλης δὲ πόθεν;

(στο άγαλμα της Αφροδίτης της Κνίδου)

Πάρις, Αγχίσης κι Άδωνις : γυμνή δεν μ’ είδε άλλος.
Ο Πραξιτέλης από πού μου μάντεψε το κάλλος;...

XVI 180 . ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΥ


Titian-Aphrodite Anadyomene

(Εἰς τὴν Ἀφροδίτην ἀνερχομένην ἀπὸ θαλάσσης)

Κύπρις ὅτε σταλάουσα κόμας ἁλιμυρέος ἀφροῦ
γυμνὴ πορφυρέου κύματος ἐξανέδυ,
οὕτω που κατὰ λευκὰ παρήϊα χερσὶν ἑλοῦσα
βόστρυχον, Αἰγαίην ἐξεπίεζεν ἅλα,
στέρνα μόνον φαίνουσα, τὰ καὶ θέμις · εἰ δὲ τοιήδε
κείνη, συγχείσθω θυμὸς Ἐνυαλίου.

(Στην αναδυόμενη από τη θάλασσα Αφροδίτη)

Με τα μαλλιά σταλάζοντας αφρό αλμυρό ανεδύθη

μες από κύμα πορφυρό γυμνή η Αφροδίτη.

Πλάι σε μάγουλα λευκά το βόστρυχο εκράτη

να στείψει με τα χέρια της του Αιγαίου το αλάτι

τα στήθη μόνο δείχνοντας, όσο η ντροπή επιτρέπει.

Αν ήταν έτσι η θεά, φουρτούνα του Άρη πρέπει.

XVI 210. ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ


Eros-William Bouguereu

Ἄλσος δ’ ὡς ἱκόμεσθα βαθύσκιον,εὕρομεν ἒνδον
πορφυρέοις μήλοισιν ἐοικότα παῖδα Κυθήρης.
οὐδ ἔχεν ἰοδόκον φαρέτρην,οὐ καμπύλα τόξα ·
ἀλλὰ τὰ μὲν δένδρεσσιν ὑπ’ εὐπετάλοισι κρέμαντο,
αὐτὸς δ’ ἐν καλύκεσσι ῥόδων πεπεδημένος ὕπνῳ
εὗδεν μειδιόων· ξουθαὶ δ’ ἐφύπερθε μέλισσαι
κηροχύτου μέλιτος λαροῖς ἐπὶ χείλεσι ῥαῖνον.


Είδαμε μες στου άλσους τον ίσκιο
της Κυθέρειας το γιο, μήλο ίδιο.

Βέλη, τόξα, φαρέτρα αφημένα

σ’ ανθισμένα κλαδιά κρεμασμένα.

Μες σε πέταλα ρόδων που ζούσε

κοιμισμένος ο Έρως γελούσε.

Χύναν μέλισσες μέλι από επάνου
τα ευώδη του χείλη να ράνουν.

Κυριακή 7 Φεβρουαρίου 2010

XVI 388. ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ ΑΠΟ ΥΠΑΡΧΩΝ



Στέφος πλέκων ποθ’ , εὗρον
ἐν τοῖς ῥόδοις Ἔρωτα ·
καὶ τῶν πτερῶν κατασχών,
ἐβάπτισ’ εἰς τὸν οἶνον.
λαβὼν δ’ ἔπιον αὐτόν.
καὶ νῦν ἔσω μελῶν μου
πτεροῖσι γαργαλίζει.


Παλιά, πριν από τόσα χρόνια,
στων ρόδων που έπλεκα τα κλώνια
μπλεγμένο μέσα στο στεφάνι
τον Έρωτα το χέρι πιάνει
και τον βαπτίζω μες στον οίνο.
Αφού τον βούτηξα, τον πίνω.
Και τώρα εντός μου που έχει πάει,
με τα φτερά με γαργαλάει.