Τετάρτη 31 Μαρτίου 2010

ΧΙ 120. ΚΑΛΛΙΚΤΗΡΟΣ



Ὀρθῶσαι τὸν κυρτόν ὑποσχόμενος Διόδωρον
Σωκλῆς τετραπέδους τρεῖς ἐπέθηκε λίθους
τοῦ κυρτοῦ στιβαροὺς ἐπὶ τὴν ῥάχιν· ἀλλὰ πιεσθεὶς
τέθνηκεν, γέγονεν δ’ ὀρθότερος κανόνος.

Ο Διόδωρος που το Σωκλή ορκίστηκε να ισιώσει,
τρεις πλάκες στην καμπούρα του, βαριές είχε απλώσει.
Τι κι αν από την πίεση στον τόπο έχει μείνει;...
Πιο ίσιος κι από χάρακα έχει ο καμπούρης γίνει.

ΧΙ 139. ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ



Γραμματικὸν Ζηνωνὶς ἔχει πώγωνα Μένανδρον,
τὸν δ’ υἱὸν τούτῳ φησὶ συνεστακέναι.
τάς νύκτας δ’ αὐτῇ μελετῶν οὐ παύεται οὗτος
πτώσεις, συνδέσμους, σχήματα, συζυγίας.

Η Ζηνωνίς φιλόλογο το Μένανδρο έχει πάρει
μονάχα, λέει, για το γιο, το άξιο παλικάρι.
Μα αυτός τις νύχτες μελετά την κάθε συζυγία,
πτώσεις, συνδέσμους και φωνές, μαζί με την κυρία.

ΧΙ 152. ΑΜΜΙΑΝΟΥ



Εἰ βούλει τὸν παῖδα διδάξαι ῥήτορα, Παῦλε,
ὡς οὗτοι πάντες, γράμματα μὴ μαθέτω.

Να γίνει, Παύλε, ρήτορας ο γιος σου αν εβάλθη,
όπως και όλοι οι ρήτορες, γράμματα να μη μάθει.

ΧΙ 156. ΑΜΜΙΑΝΟΥ



Οἴει τὸν πώγωνα φρενῶν ποιητικὸν εἶναι
καὶ διὰ τοῦτο τρέφεις, φίλτατε,μυιοσόβην.
κεῖρον ἐμοὶ πεισθεὶς ταχέως· οὗτος γὰρ ὁ πώγων
φθειρῶν ποιητής, οὐχὶ φρενῶν γέγονεν.


Το μούσι τρέφεις φίλτατε, που για σοφία πήρες.
Ξυρίσου - οι τρίχες κρύβουνε όχι σοφία μα ψείρες.

XI 215. ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ



Εἴκοσι γεννήσας ὁ ζωγράφος Εὔτυχος υἱοὺς
οὐδ’ ἀπὸ τῶν τέκνων οὐδὲν ὅμοιον ἔχει.

Κακός ζωγράφος ο Εύτυχος, παιδιά είκοσι βγάζει
και δεν ευτύχησε απ’ αυτά κανένα να του μοιάζει.

ΧΙ 220. ΑΝΩΝΥΜΟΥ



Ἀλφειοῦ στόμα φεῦγε · φιλεῖ κόλπους Ἀρεθούσης
πρηνὴς ἐμπίπτων ἁλμυρὸν ἐς πέλαγος.


Μακριά απ’ το στόμα του Αλφειού, που σ’ αλμυρά πελάη
βουτώντας, της Αρέθουσας τους κόλπους της φιλάει.

ΧΙ 226. ΑΜΜΙΑΝΟΥ



Εἴη σοι κατὰ γῆς κούφη κόνις, οἰκτρὲ Νέαρχε,
ὄφρα σε ῥηιδίως ἐξερύσωσι κύνες.


Να σε σκεπάζει, Νέαρχε κακέ, ελαφρύ το χώμα
από τους σκύλους εύκολα να ξεθαφτεί το πτώμα.

ΧΙ 237. ΔΗΜΟΔΟΚΟΥ



Καππαδόκην ποτ’ ἔχιδνα κακὴν δάκεν, ἀλλὰ καὶ αὐτὴ
κάτθανε γευσαμένη αἵματος ἰοβόλου.

Τον Καππαδόκη μια κακή οχιά τόνε δαγκώνει
αλλά φαρμάκι το αίμα του και την οχιά σκοτώνει.

Πέμπτη 25 Μαρτίου 2010

ΧΙ 242. ΝΙΚΑΡΧΟΥ



Οὑ δύναμαι γνῶναι, πότερον χαίνει Διόδωρος
ἢ βδῆσ’ · ἓν γὰρ ἔχει πνεῦμα κάτω καὶ ἄνω.


Δεν ξέρω ο Διόδωρος αν χασμουριέται ή κλάνει-
ο κώλος και το στόμα του την ίδια μπόχα βγάνει.

ΧΙ 277. ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ


Βάζο με τη μορφή μικρού Αιθίοπα που κοιμάται, 3ος-2ος αι. π.Χ.

Εἰς ἀργόν.

Τῆς νυκτὸς τροχάσας ἐν ὕπνοις ποτὲ Μάρκος ὁ ἀργὸς
οὐκὲτ’ ἐκοιμήθη, μὴ πάλι που τροχάσῃ.

Σε τεμπέλη.

Ο Μάρκος είδε όνειρο τροχούς πως είχε βγάλει
και δεν ξανακοιμήθηκε, μην ξανατρέξει πάλι.

ΧΙ 278. ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ



Εἰς γραμματικὸν κερασφόρον.

Ἔξω παιδεύεις Πάριδος κακὰ καὶ Μενελάου
ἔνδον ἔχων πολλοὺς τῆς σῆς Ἑλένης Πάριδας.

Σε φιλόλογο κερατά.

Τον Πάρη, το Μενέλαο έξω σ’ άλλους μαθαίνεις
μα μέσα οι Πάρηδες πολλοί είν’ της δικής σου Ελένης.

ΧΙ 282. ΠΑΛΛΑΔΑ



Εἰς ἀεὶ νοσοῦντα

Τοὺς καταλείψαντας γλυκερὸν φάος οὐκέτι θρηνῶ,
τοὺς δ’ ἐπὶ προσδοκίῃ ζῶντας ἀεὶ θανάτου.

Σε διαρκώς άρρωστο

Απ’ όσους άφησαν το φως δεν κλαίω πια κανέναν -
μα αυτούς θρηνώ που μια ζωή το χάρο περιμέναν.

XI 288. ΠΑΛΛΑΔΑ



Κουρεὺς καὶ ῥαφιδεὺς κατεναντίον ἦλθον ἀγῶνος,
καὶ τάχα νικῶσιν τὸ ξυρὸν αἱ ῥαφίδες.

Στα χέρια κάποτε ήρθανε κουρέας μ’ ένα ράφτη
και οι βελόνες γρήγορα νικήσαν το ξυράφι.

ΧΙ 300. ΠΑΛΛΑΔΑ


Ο θάνατος του Σαρπηδόνος, κρατήρας 515 π.Χ.

Πολλὰ λαλεῖς, ἄνθρωπε, χαμαὶ δὲ τίθῃ μετὰ μικρόν.
σίγα καὶ μελέτα ζῶν ἔτι τὸν θάνατον.

Λες, άνθρωπε, πολλά, μα στο ’πα
πως σύντομα θα μπεις στο χώμα.
Μελέτα όσο ζεις ακόμα
το θάνατό σου - γι’ αυτό σώπα.

ΧΙ 306. ΠΑΛΛΑΔΑ



Ἂν μετ’ Ἀλεξάνδρειαν ἐς Ἀντιόχειαν ἀπέλθῃς
καὶ μετὰ τὴν Συρίην Ἰταλίας ἐπιβῇς,
τῶν δυνατῶν οὐδεὶς σὲ γαμήσει · τοῦτο γὰρ αἰεὶ
οἰομένη πηδᾷς εἰς πόλιν ἐκ πόλεως.

Τι κι αν για Αντιόχεια την Αλεξάνδρεια αφήνεις
κι απ’ τη Συρία πιο μετά στην Ιταλία βγαίνεις,
αφού ισχυρού αντρός ποτέ γυναίκα δε θα γίνεις
κι από την πόλη σου τη μια στην άλλη ας πηγαίνεις...

XI 314. ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ



Ἐζήτουν, πινάκων πόθεν οὔνομα τοῦτο καλέσσω,
καὶ παρὰ σοὶ κληθεὶς εὗρον, ὅθεν λέγεται,
πείνης γὰρ μεγάλης μεγάλους πίνακας παρέθηκας,
ὄργανα τοῦ λιμοῦ, πειναλέους πίνακας.

Το πιάτο κατανόησα γιατί το λένε «πίναξ»
στο δείπνο που μου πρόσφερες μεγάλα πιάτα...πείνας.

Δευτέρα 22 Μαρτίου 2010

ΧΙ 323. ΠΑΛΛΑΔΑ



Ῥῷ καὶ λάμβδα μόνον κόρακας κολάκων διορίζει·
λοιπὸν ταὐτὸ κόραξ βωμολόχος τε κόλαξ.
τοὔνεκά μοι, βέλτιστε, τόδε ζῷον πεφύλαξο
εἰδὼς καὶ ζώντων τοὺς κόλακας κόρακας.

Οι κόλακες κι οι κόρακες διαφέρουν σ’ ένα γράμμα
και θα ’ταν όμοιοι εντελώς, το ρω αν γινόταν λάμδα.
Γι’ αυτό φυλάξου απ’ αυτό το ζώο, φιλαράκι-
μάθε πως είναι ο κόλακας των ζωντανών κοράκι.

XI 349. ΠΑΛΛΑΔΑ



Εἰς μυθητήν.

Εἰπέ, πόθεν σύ μετρεῖς κόσμον καὶ πείρατα γαίης
ἐξ ὀλίγης γαίης σῶμα φέρων ὀλίγον.
σαυτὸν ἀρίθμησον πρότερον καὶ γνῶθι σεαυτόν,
καὶ τότ’ ἀριθμήσεις γαῖαν ἀπειρεσίην.
εἰ δ’ ὀλίγον πηλὸν τοῦ σώματος οὑ καταριθμεῖς,
πῶς δύνασαι γνῶναι τῶν ἀμέτρων τὰ μέτρα;

Σε μυθολόγο

Πες μου, τον κόσμο πώς μετράς μέχρι της γης το τέρμα
εσύ που από λίγη γη έχεις λιγάκι δέρμα;..
Πρώτα σ’ αυτό απάντησε: «ποιος είναι ο εαυτός μου;»
και υπολόγισε ύστερα το άπειρο του κόσμου.
Αν του κορμιού το λιγοστό πηλό σου δε μετρήσεις,
τα μέτρα των αμέτρητων πώς θα κατανοήσεις;

XI 373. ΠΑΛΛΑΔΑ



Εἰς ποιητὴν κυβεύοντα

Πάντων μουσοπόλων ἡ Καλλιόπη θεός ἐστιν·
ἡ σὴ Καλλιόπη Ταβλιόπη λέγεται.

Σε ποητή που παίζει ζάρια

Μούσα του κάθε ποιητή είναι η θεά Καλλιόπη
μα η Καλλιόπη λέγεται για σένα Ταβλιόπη.

XI 381. ΠΑΛΛΑΔΑ



Πᾶσα γυνὴ χόλος ἐστίν· ἔχει δ’ ἀγαθὰς δύο ὥρας,
τὴν μίαν ἐν θαλάμῳ, τὴν μίαν ἐν θανάτῳ.

Κάθε γυναίκα του αντρός πικραίνει όλο το βίο
και οι γλυκές του οι στιγμές είναι μονάχα δύο:
όταν μ’ αυτήν ξαπλώνει
κι όταν τη σαβανώνει.

XI 387. ΠΑΛΛΑΔΑ



Πάντες ἅπαξ τρώγουσιν · ὅταν δὲ τρέφῃ Σαλαμῖνος,
οἲκαδ’ ἀριστῶμεν δεύτερον ἐρχόμενοι.

Όλοι μας τρώμε μια φορά, μα αν φάω στο Σαλαμίνο,
στο σπίτι τρώω δεύτερη, άφαγος να μη μείνω.

XI 421. ΑΠΟΛΛΙΝΑΡΙΟΥ



Ἂν μὲν ἀπόντα λέγῃς με κακῶς, οὐδὲν ἀδικεῖς με,
ἂν δὲ παρόντα καλῶς, ἴσθι κακῶς μὲ λέγων.

Απόντα αν κακολογείς,
να τόνε βλάψεις δεν μπορείς.
Μα αν κάποιον επαινείς μπροστά του,
αυτό θα είναι για ζημιά του.

ΧΙ 428. ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ



Εἰς τὶ μάτην νίπτεις δέμας Ἰνδικὸν ; ἴσχεο τέχνης·
οὐ δύνασαι δνοφερὴν νύκτα καθηλιάσαι.

Τσάμπα τον Ινδό μπάνιο τον κάνεις-
δεν μπορείς τη νύχτα να λευκάνεις.

XI 430. ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ



Εἰ τὸ τρέφειν πώγωνα δοκεῖς σοφίαν περιποιεῖν,
καὶ τράγος εὐπώγων αἶψ’ ὅλος ἐστὶ Πλάτων.

Όποιος γενειάδα αφήνοντας σοφός θέλει να γένη
τότε ένας τράγος, Πλάτων πια, θα ’ναι με τόσο γένι.

Τετάρτη 17 Μαρτίου 2010

XI 431. ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ



Εἰ ταχὺς εἰς τὸ φαγεῖν καὶ πρὸς δρόμον ἀμβλὺς ὑπάρχεις,
τοῖς ποσί σου τρῶγε καὶ τρέχε τῷ στόματι.

Αν να τρως είσαι γοργός
αλλ’ αργά τα πόδια έχεις,
με τα πόδια σου να τρως,
με το στόμα σου να τρέχεις.

XII 21. ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ



Κλέψομεν ἄχρι τίνος τὰ φιλήματα καὶ τὰ λαθραῖα
νεύσομεν ἀλλήλοις ὄμμασι φειδομένοις;
μέχρι τίνος δ’ ἀτέλεστα λαλήσομεν, ἀμβολίαισι
ζευγνύντες κενεὰς ἔμπαλιν ἀμβολίας;
μέλλοντες τὸ καλὸν δαπανήσομεν · ἀλλὰ πρὶν ἐλθεῖν
τάς φθονεράς, Φείδων, θῶμεν ἐπ’ ἔργα λόγοις.

Φείδων, ως πότε τα φιλιά θα δίνουμε λαθραία
και θ’ ανταλλάσσουμε ματιές, βλέμματα φευγαλέα;...
Με τα μισόλογα κανείς ως πότε θ’ αναβάλλει;...
Είναι η καθυστέρηση της ομορφιάς σπατάλη.
Προτού η τρίχα σου να βγει και γίνει σαν τη βέργα
εμπρός, σε λόγια τολμηρά να προστεθούνε κι έργα...

XII 32. ΘΥΜΟΚΛΕΟΥΣ


Ερμής του Πραξιτέλη, λεπτομέρεια, 330 π.Χ.

Μέμνῃ που, μέμνῃ, ὅτε τοι ἔπος ἱερὸν εἶπον ·
Ὥρη κάλλιστον, χὤρη ἐλαφρότατον ·
ὥρην οὐδ' ὁ τάχιστος ἐν αἰθέρι παρσύθη ὄρνις ·
νῦν, ἴδε, πάντ' ἐπὶ γῆς ἄνθεα σεῦ κέχυται.


Θυμάσαι λόγο ιερό που σου ’πα εδώ και χρόνια;...
"Η άνοιξη είναι όμορφη, μα όχι και αιώνια."
Και ούτε τα πιο γρήγορα πουλιά δεν την προφταίνουν.
Για δες όλα τα άνθη σου τώρα τη γη πώς ραίνουν...

XII 60. ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ



Ἢν ἐσίδω Θήρωνα, τὰ πάνθ’ ὁρῶ · ἢν δὲ τὰ πάντα
βλέψω, τόνδε δὲ μή, τἄμπαλιν οὐδὲν ὁρῶ.

Τα πάντα βλέπω όταν θωρώ του Θήρωνα τα κάλλη
μα αν δω τα πάντα κι όχι αυτόν, τίποτε βλέπω πάλι...

XII 131. ΠΟΣΕΙΔΙΠΠΟΥ


Antonio Canova, Ninfa Dormiente, 1822

Ἃ Κύπρον, ἅ τε Κύθηρα, καὶ ἃ Μίλητον ἐποιχνεῖς,
καὶ καλὸν Συρίης ἱπποκρότου δάπεδον,
ἔλθοις ἵλαος Καλλιστίῳ, ἥ τὸν ἐραστὴν
οὐδὲποτ’ οἰκείων ὦσεν ἀπὸ προθύρων.


Θεά, που ζεις στη Μίλητο, στα Κύθηρα, στην Κύπρο
και στη Συρία που αντηχεί απ’ των οπλών τον χτύπο,
έλα και βόηθα την Καλλίστη , που ποτές της
δεν έδιωξε μπρος απ’ την πόρτα εραστές της.

Δευτέρα 15 Μαρτίου 2010

XII 153. ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ


Warren Cup, side A

Πρόσθε μοι Ἀρχεάδης ἐθλίβετο · νῦν δὲ τάλαιναν
οὐδ’ ὅσσον παίζων εἰς ἒμ’ ἐπιστρέφεται.
οὐδ’ ὁ μελιχρὸς Ἔρως ἀεὶ γλυκύς · ἀλλ’ ἀνιήσας
πολλάκις ἡδίων γίνετ’ ἐρῶσι θεός.

Ο Αρχεάδης κάποτε επάνω μου κολλούσε
μα ούτε γι’ αστείο τώρα πια σε μένα θα γυρνούσε.
Πάντα με τη γλυκύτητα ούτε ο Έρως πάει,
πολύ γλυκύτερος θεός είν’ όταν τυραννάει.

XII 154. ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ



Ἡδὺς ὁ παῖς, καὶ τοὔνομ’ ἐμοὶ γλυκύς ἐστι Μυΐσκος
καὶ χαρίεις· τίν’ ἔχω μὴ οὐχὶ φιλεῖν πρόφασιν;
καλὸς γάρ, ναὶ Κύπριν, ὅλος καλός · εἰ δ’ ἀνιηρός,
οἶδε τὸ πικρὸν Ἔρως συγκεράσαι μέλιτι.

Μυίσκο λένε το παιδί, γλυκό, χαριτωμένο-
γιατί να μην τον αγαπώ ακόμη επιμένω;...
Όμορφος, μα την Κύπριδα, έστω κι αν με παιδεύει,
με μέλι ο Έρως το πικρό ξέρει ν’ ανακατεύει.

XII 165. ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ



Λευκανθὴς Κλεόβουλος, ὁ δ’ ἀντία τοῦδε μελίχρους
Σώπολις, οἱ δισσοὶ Κύπριδος ἀνθοφόροι.
τοὔνεκά μοι παίδων ἕπεται πόθος · οἱ γὰρ Ἔρωτες
πλέξειν ἐκ λευκοῦ φασί με καὶ μέλανος.

Της Κύπρης δυο ειν’ απέναντι, καθένας ανθισμένος,
Κλεόβουλος ο λευκανθής, Σώπολις ο μελένιος.
Τ’ άνθη αυτά ο Πόθος μου τα δυο έχει επιλέξει,
γιατί από μαύρο και λευκό οι έρωτες μ’ έχουν πλέξει.

XII 167. ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ



Χειμέριον μὲν πνεῦμα · φέρει δ’ ἐπὶ σοὶ με , Μυΐσκε,
ἁρπαστὸν κώμοις ὁ γλυκύδακρυς Ἔρως.
χειμαίνει δὲ βαρὺς πνεύσας Πόθος, ἀλλὰ μ’ ἐς ὅρμον
δέξαι ,τὸν ναύτην Κύπριδος ἐν πελάγει.

Αέρας χειμωνιάτικος - με φέρνει μες στο αγιάζι
ο Έρως ο γλυκύδακρυς, Μυίσκε, που μ’ αρπάζει.
Γίνε λιμάνι μου γιατί φουρτούνιασε απ’ τον Πόθο
της Κύπριδας η θάλασσα και σαν το ναύτη νιώθω.

Δευτέρα 8 Μαρτίου 2010

XII 177. ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἑσπερίην Μοῖρίς με, καθ’ ἥν ὑγιαίνομεν ὥρην,
οὐκ οἶδ’ , εἴτε σαφῶς, εἲτ’ ὄναρ, ἠσπάσατο.
ἤδη γὰρ τὰ μὲν ἄλλα μάλ’ ἀτρεκέως ἐνόησα,
χὠκόσα μοι προσέφη, χὠκόσ’ ἐπυνθάνετο ·
εἰ δὲ με καὶ πεφίληκε, τεκμαίρομαι · εἰ γὰρ ἀληθές,
πῶς ἀποθειωθεὶς πλάζομ’ ἐπιχθόνιος;

Όταν με καληνύχτισε,
ο Μοίρις, λέω, με φίλησε-
σ’ όνειρο να ’ταν τάχα;...
Τώρα ο νους μου φώτισε
τι μου ’πε, τι με ρώτησε-
φιλί του πρέπει να ’χα.
Μ’ αλήθεια, αν τον φίλησα
στη γη θνητός πώς γύρισα
αφού τα ουράνια θα ’χα;...


Το ποίημα "Μύρης· Αλεξάνδρεια του 340 μ.Χ. " του Κ.Π.Καβάφη διαβάζει η Έλλη Λαμπέτη:

XII 178. ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ



Ἐξεφλέγην, ὅτε Θεῦδις ἐλάμπετο παισὶν ἐν ἄλλοις
οἷος ἐπαντέλλων ἀστράσιν ἠέλιος.
τοὔνεκ’ ἔτι φλέγομαι καὶ νῦν, ὅτε νυκτὶ λαχνοῦται·
δυόμενος γὰρ ὅμως ἥλιός ἐστιν ἔτι.

Ο Θεύδις στ’ άλλα ανάμεσα τ’ αγόρια μ’ έχει κάψει
σαν ήλιος που ανάμεσα στ’ αστέρια έχει ανάψει.
Κι ας έχει αυτήν τη λάμψη του το χνούδι τώρα σβήσει -
ο ήλιος της ανατολής είν’ ήλιος και στη δύση...

XII 180. ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ


Αττική μελανόμορφη λήκυθος (550-530 π.Χ)

Καῦμά μ’ ἔχει μέγα δή τι · σύ δ’ , ὦ παῖ, παύεο λεπτὸν
ἠέρι δινεύων ἐγγὺς ἐμεῖο λίνον.
ἄλλο τι πῦρ ἐμοῦ ἔνδον ἔχω κυάθοισιν ἀναφθὲν
καὶ περὶ σῇ ῥιπῇ μᾶλλον ἐγειρόμενον.

Μια πυρκαγιά απ’ του ρούχου σου το αγέρι μεγαλώνει
και σαν βεντάλια του κρασιού τη φλόγα δυναμώνει.

ΧΙΙ 188. ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ



Εἴ σὲ φιλῶν ἀδικῶ καὶ τοῦτο δοκεῖς ὕβριν εἶναι,
τὴν αὐτὴν κόλασιν καὶ σὺ φίλει με λαβών.

Αν τα φιλιά μου έγκλημα είναι και αδικία
με τα φιλιά σου δώσε μου την ίδια τιμωρία.

XII 227. ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ



Ἤν τινα καὶ παριδεῖν ἐθέλω καλὸν ἀντισυναντῶν,
βαιὸν ὅσον παραβὰς εὐθὺ μεταστρέφομαι.

Όποιον ωραίο συναντώ, μπροστά αν δεν τον χορτάσω,
πίσω γυρνάω να τον δω, αφού τον προσπεράσω.

Κυριακή 7 Μαρτίου 2010

XII 232. ΣΚΥΘΗΝΟΥ


Λύχνος με τη μορφή ιθυφαλλικού Πάνα, 1ος αι. μ.Χ.

Ὀρθὸν νῦν ἕστηκας, ἀνώνυμον,οὐδὲ μαραίνῃ,
ἐντέτασαι δ’ ὡς ἂν μήποτε παυσόμενον ·
ἀλλ’ ὅτε μοι Νεμεσηνὸς ὅλον παρέκλινεν ἑαυτὸν
πάντα διδούς, ἃ θέλω, νεκρὸν ἀπεκρέμασο.
τείνεο καὶ ῥήσσου καὶ δάκρυε · πάντα ματαίως ·
οὐχ ἕξεις ἔλεον χειρὸς ἀφ’ ἡμετέρης.

Τώρα, στητό κι αμάραντο είσαι και σηκωμένο -
σαν είχα τον Νεμεσηνό κρεμόσουν μαραμένο.
Τεντώσου τώρα, δάκρυσε, χτυπήσου: όλα ματαίως.
Δε θα σου δείξει η χούφτα μου κανένα έλεος, πέος !