Κυριακή 7 Μαρτίου 2010
XII 232. ΣΚΥΘΗΝΟΥ
Λύχνος με τη μορφή ιθυφαλλικού Πάνα, 1ος αι. μ.Χ.
Ὀρθὸν νῦν ἕστηκας, ἀνώνυμον,οὐδὲ μαραίνῃ,
ἐντέτασαι δ’ ὡς ἂν μήποτε παυσόμενον ·
ἀλλ’ ὅτε μοι Νεμεσηνὸς ὅλον παρέκλινεν ἑαυτὸν
πάντα διδούς, ἃ θέλω, νεκρὸν ἀπεκρέμασο.
τείνεο καὶ ῥήσσου καὶ δάκρυε · πάντα ματαίως ·
οὐχ ἕξεις ἔλεον χειρὸς ἀφ’ ἡμετέρης.
Τώρα, στητό κι αμάραντο είσαι και σηκωμένο -
σαν είχα τον Νεμεσηνό κρεμόσουν μαραμένο.
Τεντώσου τώρα, δάκρυσε, χτυπήσου: όλα ματαίως.
Δε θα σου δείξει η χούφτα μου κανένα έλεος, πέος !
Ετικέτες
ΕΠΙΓΡΑΜΜΑΤΑ ΠΑΛΑΤΙΝΗΣ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑΣ