Δευτέρα 25 Ιανουαρίου 2010

2. ΑΝΑΚΡΕΩΝ, 35


Jean-Léon Gérôme, Anacreon

Ἔρως ποτ’ ἐν ῥόδοισι
κοιμωμένην μέλιτταν
οὐκ εἶδεν, ἀλλ’ ἐτρώθη.
τὸν δάκτυλον παταχθεὶς
τᾶς χειρὸς ὠλόλυξε,
δραμὼν δὲ καὶ πετασθεὶς
πρὸς τὴν καλὴν Κυθήρην
«ὄλωλα, μῆτερ», εἶπεν,
«ὄλωλα κἀποθνῄσκω·
ὄφις μ’ ἔτυψε μικρὸς
πτερωτός, ὅν καλοῦσιν
μέλιτταν οἱ γεωργοί.»
ἃ δ’ εἶπεν· « εἰ τὸ κέντρον
πονεῖς τὸ τᾶς μελίττας,
πόσον δοκεῖς πονοῦσιν,
Ἔρως, ὅσους σύ βάλλεις;»


Ο έρωτας που κάποτε στα ρόδα είχε πάει
μια μέλισσα δεν πρόσεξε κι εκείνη τον τσιμπάει.

Το δάχτυλό του πόνεσε, οδύρεται και κλαίει

στη μάνα του Κυθέρεια πετάει και της λέει:

«Μάνα μου, πάει…, χάνομαι, με τσίμπησε, μανούλα

φίδι μικρό και φτερωτό - το λένε μελισσούλα.»

Κι εκείνη του ’πε: «αν το κεντρί της μέλισσας πονάει,

το βέλος σου πόσο πονεί, αυτόν που αγαπάει;…»