
Τῷ θαλλῷ Διδύμη μὲ συνήρπασεν· ὤμοι, ἐγὼ δὲ
τήκομαι, ὡς κηρὸς πὰρ πυρί, κάλλος ὁρῶν.
Εἰ δὲ μέλαινα, τὶ τοῦτο; καὶ ἄνθρακες· ἀλλ’ ὅτε
κείνους θάλψωμεν,λάμπουσ’ ὡς ῥόδεαι κάλυκες.
Αλίμονο, μου έγνεψε η Διδύμη μ’ έναν κλώνο -
την ομορφιά της βλέποντας σαν το κεράκι λειώνω.
Κι αν είναι μαύρη, τι μ’ αυτό;...Το κάρβουνο θυμίζει
που, όταν τ’ ανάβεις, λαμπερό σαν ρόδο κοκκινίζει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου