
Υἱέος ὠκυμόρου θάνατον πενθοῦσα Μενίππη
κωκυτῷ μεγάλῳ πνεῦμα συνεξέχεεν·
οὐδ’ ἔσχεν παλίνορσον ἀναπνεύσασα γοῆσαι,
ἀλλ’ ἅμα καὶ θρήνου παύσατο καὶ βιότου.
Τον πρόωρο θάνατο του γιου πενθώντας η Μενίππη
μαζί με δυνατή κραυγή άφησε την πνοή της.
Και δεν ανάπνευσε ξανά, δεν την ξανάβρε η λύπη -
παρέα με το θρήνο της έφυγε κι η ζωή της.