
Ἓν τόδε, παμμήτειρα θεῶν, λίτομαί σε, φίλη Νύξ,
ναὶ λίτομαι, κώμων σύμπλανε, πότνια Νύξ·
εἴ τις ὑπὸ χλαίνῃ βεβλημένος Ἡλιοδώρας
θάλπεται, ὑπναπάτῃ χρωτὶ χλιαινόμενος,
κοιμάσθω μὲν λύχνος, ὁ δ’ ἐν κόλποισιν ἐκείνης
ῥιπτασθεὶς κείσθω δεύτερος Ἐνδυμίων.
Μητέρα όλων των θεών, Νύχτα αγαπημένη,
σ’ εκλιπαρώ, σεβάσμια και κωμογυρισμένη,
όποιον κάτω απ’ τη χλαίνη της, στην Ηλιοδώρα πλάι
η θαλπωρή της σάρκας της τον κάνει ν’ αγρυπνάει,
Νύχτα, σβήσε το λύχνο τους, κι αυτός στην αγκαλιά της
ως άλλος Ενδυμίωνας ας κοιμηθεί κοντά της.